αποτελειώνω — αποτελειώνω, αποτέλειωσα και αποτελείωσα, αποτελειωμένος βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αποτελειώνω — (AM ἀποτελειῶ, όω) 1. φέρνω κάτι σε τέλος, συμπληρώνω, αποπερατώνω 2. θανατώνω 3. δέρνω ή βασανίζω κάποιον χωρίς έλεος 4. πεθαίνω αρχ. μσν. οδηγώ κάποιον σε ηθική ανωτερότητα αρχ. 1. φέρνω κάτι σε πλήρη ωριμότητα 2. παθ. γίνομαι ώριμος, τέλειος… … Dictionary of Greek
αποσκοτώνω — αποτελειώνω τον φόνο, δίνω το τελειωτικό χτύπημα … Dictionary of Greek
προσαπεργάζομαι — Α αποπερατώνω, αποτελειώνω κάτι ακόμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀπεργάζομαι «αποτελειώνω»] … Dictionary of Greek
Κρόνος — I Προελληνική θεότητα. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν ο νεότερος από τους Τιτάνες, γιος του Ουρανού και της Γαίας και πατέρας του Δία. Κατά τη Θεογονία του Ησίοδου, με προτροπή της Γαίας ευνούχισε τον πατέρα του και ανέλαβε ο ίδιος τη διακυβέρνηση … Dictionary of Greek
απακριβούμαι — ἀπακριβοῡμαι ( όομαι) (Α) Ι. παθ. 1. υφίσταμαι λεπτομερή επεξεργασία από κάποιον, γίνομαι τέλειος 2. (μτχ.) ἀπηκριβωμένος (για πρόσωπα) αυτός που γνωρίζει κάτι με ακρίβεια II. μέσ. (στη γλυπτική) αποτελειώνω, κάνω κάτι τέλειο … Dictionary of Greek
απαρτίζω — (Α ἀπαρτίζω) [απαρτί] νεοελλ. συγκροτώ, συναποτελώ, καταρτίζω αρχ. 1. κάνω κάτι άρτιο, κανονικό 2. ετοιμάζω, συμπληρώνω, αποτελειώνω 3. (παθ. μτχ.) απηρτισμένος τέλειος, πλήρης 4. (αμτβ.) α) είμαι πλήρης, τέλειος β) είμαι κατάλληλος, ταιριάζω,… … Dictionary of Greek
απεργάζομαι — (AM ἀπεργάζομαι, Μ κ. ἀπεργάζω) Ι. νεοελλ. μηχανεύομαι, προετοιμάζω κάτι κακό αρχ. μσν. καθιστώ αρχ. 1. αποτελειώνω κάτι 2. ζωγραφίζω με λεπτομέρειες 3. αναλαμβάνω να φέρω σε πέρας 4. προξενώ, δημιουργώ 5. μετατρέπω κάτι σε κάτι άλλο 6. εξοφλώ… … Dictionary of Greek
απο- — [ΕΤΥΜΟΛ. Το απο ως προρρηματικό ή προθεματικό στοιχείο προέρχεται από την πρόθεση από. Χρησιμεύει ως α΄ συνθετ. πολλών λέξεων της αρχαίας, μσν. και νέας Ελληνικής και σημαίνει: α) χωρισμό, απομάκρυνση αποβάλλω, απόδημος, απόμαχος αρχ. άπειμι,… … Dictionary of Greek
απογεννώ — (Α ἀπογεννῶ, άω) νεοελλ. 1. αποτελειώνω τον τοκετό, ξεγεννώ 2. παύω να γεννώ αρχ. γεννώ από κάτι, παράγω … Dictionary of Greek